Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


δοσοληψία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 il dare e l'ave`re; rappo`rto ~m~ d'affa`ri έχω δοσοληψίες με το εξωτερικό==essere in rapporti d'affari con l'estero
2 ((figurato)) relazio`ne ~f~ reci`proca; rappo`rto ~m~ δεν έχω δοσοληψίες μαζί τούς==non ho nulla a che fare con loro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  δοσμένος δοσολογία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---