Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εβδομαδιαίος  
επίθετο

1 settimana`le; che dura una settima`na εβδομαδιαίο ωράριο==orario settimanale
2 di periodico settimana`le; che esce ogni settima`na εβδομαδιαίο περιοδικό==un settimana`le

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εβδομάδα εβδομαδιαίως  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---