GrecoItaliano


εργασία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 lavo`ro ~m~ χειρωνακτική εργασία == lavoro manuale | άδεια εργασίας == permesso di lavoro | γραφείο ευρέσεως εργασίας == agenzia di collocamento | Υπουργείο Εργασίας == Ministero del Lavoro
2 lavorazio`ne ~f~ καλλιτεχνική εργασία == lavorazione artistica
3 lavo`ro ~m~, prodo`tto ~m~ del lavo`ro μου άρεσε η εργασία του == mi è piaciuto il suo lavoro

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η παράνομη εργασία = lavoro [αρσ.] nero || η άδεια εργασίας = permesso [αρσ.] di lavoro



Sfoglia il dizionario




{{ID:ERGASIA100}}
---CACHE---