Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γαϊδουρινός  
επίθετο

1 dell'a`sino; asini`no
2 ((figurato)) da a`sino γαϊδουρινό πείσμα==cocciutaggine | γαϊδουρινή υπομονή==pazienza asinina

γαϊδουρινότατος
επίθετο

superlativo di [γαϊδουρινός]

γαϊδουρινότερος
επίθετο

comparativo di [γαϊδουρινός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γαϊδουριά γαϊδουρόβηχας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---