Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γαλανόλευκη  
ουσιαστικό θηλυκό

la «biancazzu`rra» ~f~, ((per antonomasia)) la bandiera greca

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γαλανό γαλανόλευκος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---