Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 mondo ~m~; terra ~f~ οι δυνατοί της γης==i potenti della terra
2 astronomia Terra ~f~ το κέντρο της γης==il centro della terra | η επιφάνεια της γης==la superficie della terra
3 έδαφος terre`no ~m~ δουλεύω τη γη==lavorare la terra | κληρονόμησε πολλή γης απ' τον πατέρα του==ha ereditato molta terra dal padre
4 terra ~f~; suo`lo ~m~ γόνιμη γη==terra fertile | παχιά γη==terra grassa
5 terrafe`rma πάτησαν γη ύστερα από πολλούς μήνες==dopo tanti mesi misero piede sulla terraferma
6 pa`tria ~f~; pae`se ~m~; terra ~f~ νοσταλγεί τη γη του==ha nostalgia della sua terra | η Γη της Επαγγελίας==la Terra Promessa+++κίνησε γη και ουρανό==ha mosso mari e monti | τα κάνω γης Μαδιάμ==mettere sottosopra, a soqquadro; sfasciare, fracassare tutto

ηγή
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [γηֿ ^γης, η^]

ηγής
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [γηֿ ^γης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γεωχημικός γηγενής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---