Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›γηγενής

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

γηγενής  
επίθετο

nati`vo; auto`ctono

γηγενής  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 abori`geno ~m~
2 indi`geno ~m~
3 nati`o ~m~
4 nati`vo ~m~
5 origina`rio ~m~

permalink
‹ γη
γηέδαφος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γεωφυσικός [επίθ.]
γεωφυσικός [ουσ αρσ και θηλ.]
γεωχημεία [θηλ.ουσ]
γεωχημικός [ουσ αρσ και θηλ.]
γη (χωρίς πλη...
γηγενής {γηγεν-ούς...
γηγενής [ουσ αρσ και θηλ.]
γηέδαφος [ουσ αρσ ]
γηθόσυνος [επίθ.]
γήινος [επίθ.]
γήλοφος {γηλόφ-ου ...
γήπεδο {γηπέδ-ου ...
γηπεδούχοι [ουσ αρσ πληθ.]
γηπεδούχος [επίθ.]
γηραιός [επίθ.]
γηραιότατος [επίθ.]
γηραιότερος [επίθ.]
γηραλέος [επίθ.]
γήρανση {-ης κ. -ά...
γήρανσις [θηλ.ουσ]


{{ID:GHGENHS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti