Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γιατρειά  
ουσιαστικό θηλυκό

guarigio`ne ~f~; rime`dio ~m~ δεν έχει γιατρειά αυτή η αρρώστια==è un male senza rimedio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γιατί; γιάτρεμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---