Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γκλάβα  
ουσιαστικό θηλυκό

((ironico)) testa ~f~; zucca ~f~; capo`ccia ~f~+++δεν κόβει η γκλάβα του==è un testone, è una (testa di) rapa | δεν κατεβάζει η γκλάβα του==è un testone, è una (testa di) rapa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γκιώνης γκλασάρισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---