Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γιουβέτσι  
ουσιαστικό ουδέτερο

gastronomia pieta`nza ~f~ di carne e pasta cotte al forno

γκιουβέτσι
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [γιουβέτσι ^-ιού, το^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γιοτ Γιουγκοσλάβα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---