GrecoItaliano


γρατζουνιά  
ουσιαστικό θηλυκό

gra`ffio ~m~; graffia`ta ~f~ έπεσε από το ποδήλατο και γέμισε γρατσουνιές==è caduto dalla bici e si è riempito di graffi

γρατσουνιά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [γρατζουνιά]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:GRATZOYNIA100}}
---CACHE---