Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γωνιόλιθος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 caposa`ldo ~m~
2 ca`rdine ~m~
3 chia`ve ~f~ di volta
4 pie`tra ~f~ angola`re
5 pie`tra ~f~ d'a`ngolo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γωνιασμένος γωνιομετρία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---