Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γωνιακός  
επίθετο

d'a`ngolo; situa`to sull'a`ngolo γωνιακό σπίτι==casa all'angolo (della strada) | γωνιακό τραπέζι==tavolo d'angolo | γωνιακό οικόπεδο==terreno d'angolo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γωνιάζω γωνιακότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---