Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ηδονιστής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 chi è de`dito ai piace`ri
2 filosofia edoni`sta ~mf~

ηδονίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ηδονιστής ^-ή, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ηδονισμός ηδονιστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---