Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ψωμοζώ
ρήμα αμετάβατο

1 vivacchiare
2 menare una vita da cani
3 menare una vita tribolata
4 vivere alla giornata
5 vivere poveramente
6 condurre una vita miserabile
7 mendicare la vita

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ψωμοζητώ ψωμόλυσσα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---