GrecoItaliano


Αποσαφήνιση

Η αναζήτηση σας έδωσε περισσότερα αποτελέσματα:
  • ()
  • () ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ

καβαλαρία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 cavalca`ta ~f~
2 cavalleri`a ~f~

καβαλλαρία, (raro) καβαλλαριά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [καβαλαρία]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:KABALARIA100}}
---CACHE---