Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καβαλέρος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [καβαλιέρος]

καβαλιέρος  
ουσιαστικό αρσενικό

cavalie`re ~m~, accompagnato`re ~m~

καβελιέρος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [καβαλιέρος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καβαλάω καβαλέτο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---