GrecoItaliano


καφές  
ουσιαστικό αρσενικό

1 caffè ~m~ ελληνικός καφές == caffè greco, caffè alla turca
2 pia`nta ~f~ di caffè+++λέω τον καφέ == leggere i fondi del caffè

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο καφές σκέτος = caffè [αρσ.] amaro || ο καφές μέτριος = caffè [αρσ.] con poco zucchero || ο βαρύς καφές = caffè [αρσ.] forte || ο αραιωμένος καφές = caffè [αρσ.] lungo || ο καφές βαρύγλυκος = caffè [αρσ.] molto dolce || ο καφές φραπέ = caffè [αρσ.] shakerato



Sfoglia il dizionario




{{ID:KAFES100}}
---CACHE---