Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καθημερινά  
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

gli a`biti ~mp~ di tutti i gio`rni

καθημερινά
επίρρημα

quotidianame`nte, giornalme`nte, tutti i gio`rni, ogni gio`rno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καθήμενος καθημερινή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---