Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καθησυχάζομαι
ρήμα παθητικό

1 attuti`rsi
2 rabbonirsi

καθησυχάζω  
ρήμα αμετάβατο

tranquillizza`rsi καθησύχασα τώρα πού έμαθα ότι είσαι καλά == ora che ho saputo che stai bene, mi sono tranquillizzato

καθησυχάζω
ρήμα μεταβατικό

tranquillizza`re, rassicura`re το γράμμα του την καθησύχασε == la sua lettera l'ha tranquillizzata | ανησυχούσα πολύ, αλλά o γιατρός με καθησύχασε == ero molto preoccupato, ma il medico mi ha tranquilizzato | καθησυχάζω τα πνεύματα == rassicurare gli animi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καθημερινότητα καθησύχαση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---