Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καθοδηγώ  
ρήμα μεταβατικό

1 guida`re, indirizza`re
2 (fig) guida`re, indirizza`re, instrada`re, istrui`re καθoδηγώ τους νέους στην οδό της αρετής == guidare, instradare i giovani sulla via del bene | o δικηγόρος δεν καθoδήγησε σωστά το μάρτυρα == l'avvocato non ha istruito bene il testimone

καταδηγώ
ρήμα μεταβατικό

variante di [καθοδηγώ]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καθοδηγούσα καθοδικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---