Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καθοδήγηση  
ουσιαστικό θηλυκό

gui`da ~f~ τον έχω υπό την καθoδήγησή μού == l'ho preso sotto la mia guida | μαθαίνω μια τέχνη υπό την καθoδήγηση κάποιου == imparare un mestiere sotto la guida di qn

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καθοδηγημένος καθοδηγητής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---