Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατάδικος  
επίθετο

1 condanna`to
2 detenu`to

κατάδικος  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 condanna`to
2 φυλακισμένος detenu`to

κατάδικη  
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κατάδικος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καταδίκη καταδιωγμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---