Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκατάδικος
επίθετο 1 condanna`to 2 detenu`to κατάδικος ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό 1 condanna`to 2 φυλακισμένος detenu`to κατάδικη ουσιαστικό θηλυκό femminile di [κατάδικος] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |