GrecoItaliano


Αποσαφήνιση

Η αναζήτηση σας έδωσε περισσότερα αποτελέσματα:
  • () ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ
  • ()

κεφάλαιο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 capita`le ~m~ εταιρικό κεφάλαιο == capitale sociale | επένδυσε τo κεφάλαιό του σε ομόλογα == ha investito il suo capitale in titoli | τo κεφάλαιο εκμεταλλεύεται τούς εργάτες == il capitale sfrutta gli operai
2 capi`tolo ~m~ έχω διαβάσει μόνο τo πρώτo κεφάλαιο == ho letto solo il primo capitolo
3 (fig) eleme`nto ~m~ prezio`so o συνεργάτης αυτός αποτελεί κεφάλαιο για την εταιρεία μας == quel collaboratore è un elemento prezioso per la nostra società

κεφάλαια
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

fondi ~mp~

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:KEFALAIO100}}
---CACHE---