κεφαλαιοκράτης
ουσιαστικό αρσενικό
capitalista ~mf~
κεφαλαιοκράτισσα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [κεφαλαιοκράτης]
κεφαλαιοκράτις
ουσιαστικό θηλυκό
variante letteraria di [κεφαλαιοκράτισσα]
ουσιαστικό αρσενικό
capitalista ~mf~
κεφαλαιοκράτισσα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [κεφαλαιοκράτης]
κεφαλαιοκράτις
ουσιαστικό θηλυκό
variante letteraria di [κεφαλαιοκράτισσα]
permalink
κεφαλαιοκράτης {κεφαλαιοκ...
κεφαλαιοκράτις [θηλ.ουσ]
κεφαλαιοκράτισσα {κεφαλαιοκ...
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
