GrecoItaliano


κεφαλαιοκράτης  
ουσιαστικό αρσενικό

capitalista ~mf~

κεφαλαιοκράτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κεφαλαιοκράτης]

κεφαλαιοκράτις
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [κεφαλαιοκράτισσα]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:KEFALAIOKRATHS100}}
---CACHE---