Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›κωμωδιογράφος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

κωμωδιογράφος  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

commedio`grafo ~m~

permalink
‹ κωμωδία
κωμωδοποιός ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κωμικοτραγικός [επίθ.]
κω§μι§κώ§τα§τος [επίθ.]
κω§μι§κώ§τε§ρος [επίθ.]
κωμόπολη {-ης κ. -π...
κωμωδία {κωμωδιών}
κωμωδιογράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
κωμωδοποιός [ουσ αρσ ]
κωμωδός [ουσ αρσ και θηλ.]
κωνάρι [ουσ ουδ.]
κωνάριν [ουσ ουδ.]
κωνάριο {κωναρί-ου...
κωναριοειδής [επίθ.]
κώνδικας [ουσ αρσ ]
κώνειο {χωρ. πληθ...
κωνικός [επίθ.]
κωνικότητα [θηλ.ουσ]
κωνοειδές [επίθ.]
κωνοειδής {κωνοειδ-ο...
κωνόπολη [θηλ.ουσ]
κώνος [ουσ αρσ ]


{{ID:KWMWDIOGRAFOS100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti