Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαχταριστός  
επίθετο

1 palpita`nte, vivo πoυλούσε ψάρια λαχταριστά == vendeva pesci ancora palpitanti
2 ((figurato)) appetito`so μια λαχταριστή μακαρονάδα == un piatto appetitoso di spaghetti && μια λαχταριστή κοπέλα == una ragazza appetitosa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαχταρισμένος λαχταρώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---