Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαδιά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ma`cchia ~f~ d'unto, di o`lio
2 produzio`ne ~f~ d'o`lio
3 ((figurato)) ma`cchia ~f~, ma`rchio ~m~, ti`tolo ~m~ του κολλήσανε τη λαδιά του απατεώνα == gli hanno affibbiato il titolo di imbroglione, ha la taccia dell'imbroglione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λάδι λαδικό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---