Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαδομπογιά  
ουσιαστικό θηλυκό

colo`re ~m~, verni`ce ~f~ a o`lio

λαδομπογιές
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός

arte colo`ri ~mp~ a o`lio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λαδολέμονο λαδομπογιαντίζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---