λαντζέρης
ουσιαστικό αρσενικό
lavapia`tti ~m~
λαντζιέρης
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [λαντζέρης]
λαντζέρισσα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [λαντζέρης]
λαντζιέρα
ουσιαστικό αρσενικό
femminile di [λαντζέρης]
λαντζιέρισσα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [λαντζιέρης]
ουσιαστικό αρσενικό
lavapia`tti ~m~
λαντζιέρης
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [λαντζέρης]
λαντζέρισσα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [λαντζέρης]
λαντζιέρα
ουσιαστικό αρσενικό
femminile di [λαντζέρης]
λαντζιέρισσα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [λαντζιέρης]
permalink
λαντζέρης {λαντζ(ι)έ...
λαντζέρισσα {χωρ. γεν....
λαντζιέρα {χωρ. γεν....
λαντζιέρης {λαντζ(ι)έ...
λαντζιέρισσα {χωρ. γεν....
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
