Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λανσάρω  
ρήμα μεταβατικό

lancia`re, pubblicizza`re, reclamizza`re λανσάρω ένα νέο πρoϊόν == lanciare un nuovo prodotto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λανσαρισμένος λάντζα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---