Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λαθραία  
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

merci ~fp~ di contrabba`ndo

λαθραία
επίρρημα

di nasco`sto, furtivame`nte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λάθρα λαθραίος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---