Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λεγάτος  
ουσιαστικό αρσενικό

lega`to ~m~ pontifi`cio

ληγάτος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [λεγάτος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λεγάμενος λεγέιν  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---