λεπτομέρεια
ουσιαστικό θηλυκό
particola`re ~m~, detta`glio ~m~ προσέχει και την παραμικρή λεπτομέρεια == cura, nota anche i minimi dettagli && κολλώ, χάνομαι σε περιττές λεπτομέρειες == perdersi in particolari inutili
λεπτομέρειες
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός
dettagli ~mp~
ουσιαστικό θηλυκό
particola`re ~m~, detta`glio ~m~ προσέχει και την παραμικρή λεπτομέρεια == cura, nota anche i minimi dettagli && κολλώ, χάνομαι σε περιττές λεπτομέρειες == perdersi in particolari inutili
λεπτομέρειες
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός
dettagli ~mp~
permalink
λεπτομέρεια {λεπτομερε...
λεπτομέρειες [θηλ. ουσ πληθ.]

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android