Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›λεπτομερειακός

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

λεπτομερειακός  
επίθετο

dettaglia`to, minuzio`so, particolareggia`to λεπτoμερειακή εξέταση == esame particolareggiato

permalink
‹ λεπτομερειακά
λεπτομέρειες ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

λεπτολογία [θηλ.ουσ]
λεπτολόγος [επίθ.]
λεπτολογώ {λεπτολογε...
λεπτομέρεια {λεπτομερε...
λεπτομερειακά [επίρ.]
λεπτομερειακός [επίθ.]
λεπτομέρειες [θηλ. ουσ πληθ.]
λεπτομερέστατος [επίθ.]
λεπτομερέστερος [επίθ.]
λεπτομερής {λεπτομερ-...
λεπτομερώς [επίρ.]
λεπτόνιο [ουσ ουδ.]
λεπτός [επίθ.]
λεπτόσωμος [επίθ.]
λεπτότατος [επίθ.]
λεπτότερος [επίθ.]
λεπτοτεχνία {χωρ. πληθ...
λεπτότητα {χωρ. πληθ...
λεπτουργική [θηλ.ουσ]
λεπτουργός [ουσ αρσ και θηλ.]


{{ID:LEPTOMEREIAKOS100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti