Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λουλουδιασμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [λουλουδιάζω]
2 fiora`to
3 fiori`to
4 infiora`to
5 a fiora`mi
6 a fio`ri

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λουλούδιασμα λουλουδίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---