Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λούσο  
ουσιαστικό ουδέτερο

((specialmente al plurale)) sfarzosità ~f~, sontuosità ~f~, lusso ~m~, sfarzo ~m~, fasto ~m~ η γυναίκα του έχει συνηθίσει στα λούσα == sua moglie è abituata a vivere nel lusso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λουσμένος λουστραδόρος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---