Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λουστράρισμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 ((figurato)) forbite`zza ~f~
2 laccatu`ra ~f~
3 lisciame`nto ~m~
4 lustra`ta ~f~
5 lustratu`ra ~f~
6 patinatu`ra ~f~
7 verniciatu`ra ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λουστράκος λουστραρισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---