Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λωποδύτης  
ουσιαστικό αρσενικό

ladru`ncolo ~m~

λωποδύτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [λωποδύτης]

λωποδύτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [λωποδύτης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λωποδυσία λωποδυτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---