λωποδύτης
ουσιαστικό αρσενικό
ladru`ncolo ~m~
λωποδύτρια
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [λωποδύτης]
λωποδύτισσα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [λωποδύτης]
ουσιαστικό αρσενικό
ladru`ncolo ~m~
λωποδύτρια
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [λωποδύτης]
λωποδύτισσα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [λωποδύτης]
permalink
λωποδύτης {λωποδυτών...
λωποδύτισσα {λωποδυτισ...
λωποδύτρια {λωποδυτρι...
---CACHE---

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android