Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λυπερός
επίθετο

variante di [λυπηρός]

λυπηρός  
επίθετο

triste, doloro`so, peno`so, spiace`vole λυπηρό συμβάν == fatto triste, doloroso && είναι λυπηρό να βλέπεις ότι… == è penoso vedere che…

λυπηρότατος
επίθετο

superlativo di [λυπηρός]

λυπηρότερος
επίθετο

comparativo di [λυπηρός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λυπάμαι λύπη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---