Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λυράρης  
ουσιαστικό αρσενικό

citari`sta ~mf~

λυράρισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [λυράρης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λύρα λυρικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---