Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λυσσώ  
ρήμα αμετάβατο

1 e`ssere affe`tto da ra`bbia
2 ((figurato)) mori`re dalla vo`glia, smania`re λυσσάει να τη γνωρίσει == muore dalla voglia di conoscerla && λύσσαξε να παντρευτεί == gli è presa la smania di sposarsi
3 infuria`re λυσσά η καταιγίδα == la tempesta infuria

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λυσσομανώ λυσσωδέστατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---