Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ναρκώνω
ρήμα μεταβατικό

1 addormentare
2 assiderare
3 assopire
4 ingranchire
5 intormentire
6 intorpidire
7 narcotizzare
8 rattrappire (vt)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ναρκώνομαι νάρκωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---