Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


οχυρώνομαι
ρήμα παθητικό

1 fortificarsi
2 munirsi (vrifl)
3 premunirsi (vrifl)
4 trincerarsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  οχυρωμένος οχυρώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---