Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›θαλάμη

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

θαλάμη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 rifu`gio ~m~, nascondi`glio ~m~, tana ~f~ (specialmente di un polipo)
2 militare armi ca`mera ~f~ di sco`ppio

permalink
‹ θαλαμάρχισσα
θαλαμηγός ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

θάβγω [ρ. μτβ.]
θάβομαι παθ. αόρ. ...
θάβω {έθαψα, θά...
Θαδδαίος [κύρ.όν. αρσ.]
θαλαμάρχισσα [θηλ.ουσ]
θαλάμη {θαλαμών}
θαλαμηγός [θηλ.ουσ]
θαλαμηπόλος [ουσ αρσ και θηλ.]
θαλαμίσκος [ουσ αρσ ]
θάλαμος {θαλάμ-ου ...
θάλαμος [ουσ ουδ.]
θάλασσα {-ας κ. (λ...
θαλασσαετός [ουσ αρσ ]
θαλασσαιμία [θηλ.ουσ]
θαλασσασφάλεια {θαλασσασφ...
θαλασσής [επίθ.]
θαλασσινά [ουσ ουδ πληθ.]
θαλασσινός [επίθ.]
θαλασσινός [ουσ αρσ ]
θαλάσσιος [επίθ.]


{{ID:QALAMH100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti