Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θάλαμος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 ta`lamo ~m~, ca`mera ~f~ νυφικός θάλαμος == talamo nuziale
2 camera`ta ~f~, corsi`a ~f~ θάλαμoς οικοτροφείού == camerata di un collegio | θάλαμoς στρατώνα == camerata di una caserma | θάλαμoς νoσoκoμείου == corsia d'οspedale
3 ((per estensione)) ca`mera ~f~, vano ~m~, spa`zio ~m~ circoscri`tto θάλαμος αερίων == camera a gas | τηλεφωνικός θάλαμος == cabina telefonica | σκοτεινός θάλαμος == camera oscura

θάλαμος  
ουσιαστικό ουδέτερο

lo stesso che [θά|λα|μος ^-ου, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θαλαμίσκος θάλασσα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο τηλεφωνικός θάλαμος = cabina [θηλ.] telefonica


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---