Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θάμπωμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 abbagliame`nto ~m~, abbaciname`nto ~m~, accecame`nto ~m~
2 appanname`nto ~m~
3 offuscame`nto ~m~, oscurame`nto ~m~ το θάμπωμα του λογικού == l'offuscamento della mente
4 stupo`re ~m~, meravi`glia ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θαμποχάραμα θαμπωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---