Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θυμιατό  
ουσιαστικό ουδέτερο

incensie`re

θυμιατόν
ουσιαστικό ουδέτερο

variante letteraria di [θυμιατό]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θυμιατισμένος θυμίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---