Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θύμος  
ουσιαστικό αρσενικό

variante letteraria di [@θυμάρι ^-ού, το^|QYMARI100@]

θυμός  
ουσιαστικό αρσενικό

ira ~f~, co`llera ~f~, ra`bbia ~f~ o θυμός του περνάει εύκολα == la rabbia gli passa facilmente | o θυμός του εκτονώνεται εύκολα == la rabbia gli sbolle facilmente | από το θυμό του έσπασε το ποτήρι == dalla rabbia ha rotto il bicchiere | πάνω στο θυμό του == in un momento di collera | έκρηξη θυμού == scoppio di rabbia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θυμίζω θυμοσοφία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---