Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ταίρι
ουσιαστικό ουδέτερο

1 ciascuna parte di una coppia
2 [πρόσωπα] partner (m)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ταινιωτός ταιριάζει  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


δεν έχει το ταίρι του = non ha eguale


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---